- ἐξωραισμένος
- ἐκ-ὡραίζωbeautifyperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξωραίζομαι — εξωραίζομαι, εξωραΐστηκα, εξωραϊσμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξωραΐζω — εξωράισα, εξωραΐστηκα, εξωραϊσμένος, μτβ., κάνω κάποιον ή κάτι ωραίο, καλλωπίζω, ευπρεπίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)